- μέθυσμα
- μέθυσμα (ΑM, Μ και μέθυσμαν, τὸ) [μεθύω]μέθη, μεθύσιαρχ.μεθυστικό ποτό.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μέθυσμα — an intoxicating drink neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθυσμάτων — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθύσματι — μέθυσμα an intoxicating drink neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθύσματος — μέθυσμα an intoxicating drink neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χασισοποσία — η η πόση χασίς και το μέθυσμα που προκαλείται απ αυτό: Το χαν ρίξει στη χασισοποσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)